- σφαίρος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές και ίδρυσε το ναό της Απατουρίας Αθηνάς, στον οποίο οι μελλόνυμφες της Τροιζήνας αφιέρωναν, πριν από το γάμο τους, τις ζώνες τους.IIΈλληνας φιλόσοφος του 3ου π.Χ. αι., μαθητής του Ζήνωνα του Κιτιέα. Δίδαξε στην Ποικίλη Στοά της αρχαίας Αθήνας. Σ’ αυτόν οφείλεται η διάδοση της θεωρίας της «απάθειας» προς όλες τις επιθυμίες, της γνωστής και ως «στωικής απάθειας».* * *ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Αη πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση τού κόσμουαρχ.(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σφαῖρα, με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.