σφαίρος

σφαίρος
I
Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές και ίδρυσε το ναό της Απατουρίας Αθηνάς, στον οποίο οι μελλόνυμφες της Τροιζήνας αφιέρωναν, πριν από το γάμο τους, τις ζώνες τους.
II
Έλληνας φιλόσοφος του 3ου π.Χ. αι., μαθητής του Ζήνωνα του Κιτιέα. Δίδαξε στην Ποικίλη Στοά της αρχαίας Αθήνας. Σ’ αυτόν οφείλεται η διάδοση της θεωρίας της «απάθειας» προς όλες τις επιθυμίες, της γνωστής και ως «στωικής απάθειας».
* * *
ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση τού κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σφαῖρα, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σφαῖρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφαῖρον — Σφαῖρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖρον — σφαῖρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφαίρου — Σφαῖρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρου — σφαῖρος masc gen sg σφαιρόω make into a globule pres imperat act 2nd sg σφαιρόω make into a globule imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σφαίρῳ — Σφαῖρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρῳ — σφαῖρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύσφαιρος — εὔσφαιρος, ον (Μ) (κυρίως για μαργαριτάρια) ολοστρόγγυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. μεσό σφαιρος, οκτά σφαιρος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσόσφαιρα — τα ακτινόζωα με σφαιρικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + σφαιρος (< σφαίρα), πρβλ. ά σφαιρος, μεσό σφαιρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”